- τοιχογράφος
- οζωγράφος ειδικός στην τοιχογραφία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τοιχογράφος — ο, ΝΜΑ αυτός που γράφει ή ζωγραφίζει σε τοίχο νεοελλ. ζωγράφος ειδικευμένος στην τοιχογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + γράφος*] … Dictionary of Greek
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
θρανογράφος — θρανογράφος, ὁ (Α) τοιχογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θράνος + γράφος* (πρβλ. τοιχο γράφος)] … Dictionary of Greek
τοιχογραφώ — τοιχογραφῶ, έω, ΝΜΑ [τοιχογράφος] γράφω ή ζωγραφίζω σε τοίχο … Dictionary of Greek
Αγάθαρχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. o Σάμιος (5ος αι. π.Χ.). Ζωγράφος, γνωστός επίσης ως σκηνογράφος και τοιχογράφος. Θεωρείται ο δάσκαλος του Απολλόδωρου, του Ζεύξη και άλλων μεγάλων ζωγράφων. Ο Αισχύλος τον κάλεσε να φιλοτεχνήσει τα σκηνικά των… … Dictionary of Greek
Ρολ, Αλφρέδος — (Roll, 1846 – 1919). Γάλλος ζωγράφος. Μαθητής των ζωγράφων Ζερόμ και Μπονά, επηρεάστηκε από την τεχνοτροπία τους. Ο Ρ. εντάσσεται ανάμεσα στους ζωγράφους που τους εμπνέουν τα κοινωνικά προβλήματα. Ζωγράφιζε κυρίως τοπία και σκηνές από την… … Dictionary of Greek
Σικουέιρος, Νταβίντ Αλφάρο — (Siqueiros). Μεξικανός ζωγράφος, τοιχογράφος και λιθογράφος (Τσιουάουα 1898 Πόλη του Μεξικού 1974). Σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Πόλης του Μεξικού, έμεινε στην Ισπανία, στην Ιταλία και στη Γαλλία, όπου γνώρισε τους Μπρακ και Λεζέ και… … Dictionary of Greek
Φέρι, Κύρος — (Ferri, Ρώμη 1634 – 1689). Ιταλός ζωγράφος. Ήταν μαθητής του Π. Κορτόνα και συνεργάστηκε μαζί του πρώτα στη Ρώμη και στη συνέχεια, από το 1659, στη Φλωρεντία στο ανάκτορο Πίτι. Μετά από τον θάνατο του δασκάλου του αποτελείωσε τη διακόσμηση των… … Dictionary of Greek
Φοντάνα, Πρόσπερο — (Fontana, Μπολόνια 1512 – 1597). Ιταλός ζωγράφος, τοιχογράφος και διακοσμητής. Διδάχτηκε τη ζωγραφική τέχνη στη γενέτειρά του, ακολουθώντας το μανιεριστικό στιλ των Τιμπάλντι και Βαζάρι. Εργάστηκε επίσης στη Γένοβα (1527) με συνεργάτη τον Περίν… … Dictionary of Greek